Η μηνιγγίτιδα είναι μια
καταστρεπτική νόσος που πλήττει κυρίως παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες. Το
7-14% των περιστατικών είναι δυστυχώς θανατηφόρα, ενώ 1 στους 5 επιζήσαντες
παθαίνουν σοβαρές αναπηρίες. Αυτό επισημάνθηκε στη σημερινή συνέντευξη τύπου
που πραγματοποίησε η Ελληνική Ιατρική Εταιρία Αθηνών αναφορικά με τη νόσο της
μηνιγγίτιδας και τους τρόπους πρόληψής της. Την ενημέρωση πραγματοποίησε ο Δρ.
Δ. Καφετζής, Καθηγητής Παιδιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ στην εκδήλωση
παρευρέθη επίσης και ο Δρ. Heinz – Josef Schmitt, Καθηγητής Παιδιατρικής
Πανεπιστημίου Gutenberg, Mainz, Γερμανίας.
Βρέφη και παιδιά (έως 4 ετών), έφηβοι και νεαροί ενήλικες (15-24), είναι τα κυριότερα θύματα της καταστρεπτικής μηνιγγίτιδας. Τρία είδη βακτηρίων ευθύνονται για την πλειοψηφία των παιδιατρικών περιστατικών μηνιγγίτιδας παγκοσμίως: τα Haemophilus influenzae, Streptococcus pneumoniae και Neisseria meningitidis. Το Neisseria meningitidis είναι η συνηθέστερη αιτία βακτηριακής μηνιγγίτιδας και είναι το μόνο παθογόνο του μηνιγγιτιδόκοκκου που είναι γνωστό ότι προκαλεί επιδημία. Αποικεί στο ρινοφάρυγγα και μπορεί να μεταδοθεί από άτομο σε άτομο με άμεση επαφή με τις αναπνευστικές εκκρίσεις ή το σίελο ή με αερογενή σταγονίδια.
Όπως τόνισε ο Δρ. Καφετζής, το μικρόβιο του μηνιγγιτιδόκοκκου βρίσκεται μόνο πάνω στους ανθρώπους ενώ δεν προσβάλλονται αντικείμενα ή ζώα από τον εν λόγω ιό. Αξίζει να σημειωθεί ότι προκειμένου κάποιος να κολλήσει τον ιό από κάποιο άλλο άτομο που ήδη νοσεί, θα πρέπει να είναι σε επαφή μαζί του για πάνω από 5-8 ώρες.
Τα ποσοστά των φορέων είναι, επίσης, υψηλά σε κλειστές ή συνωστισμένες κοινωνίες, όπως είναι τα οικοτροφεία, τα στρατόπεδα και μεγάλες αθρόες συγκεντρώσεις, όπως για παράδειγμα αυτή του Hajj (ιερό προσκύνημα στη Μέκκα).
Η ενδημική και επιδημική νόσος προκαλείται κυρίως από πέντε οροομάδες – A, B, C, W-135 και Y, με την οροομάδα C να είναι η πιο επικίνδυνη, καθώς προκαλεί τους περισσότερους θανάτους. Οι ειδικές οροομάδες που προκαλούν διεισδυτική νόσο ποικίλουν σημαντικά, τόσο σε παγκόσμια κλίμακα όσο και κατά περιοχές , κύριως λόγω των κλιματολογικών συνθηκών. Έτσι, στην Αφρική πιο διαδεδομένη οροομάδα είναι η Α, στις Η.Π.Α η Υ και στη Λατινική Αμερική η B και C. Στην Ευρώπη, γενικά, αλλά και στη χώρα μας η πιο διαδεδομένη οροομάδα είναι η Β.
Κλινική εμφάνιση και διάγνωση
Η έναρξη της νόσου από μηνιγγιτιδόκοκκο μπορεί να είναι αιφνίδια και απρόβλεπτη, με το 60% των ασθενών να εμφανίζει συμπτώματα μετά από 24 ώρες από την έλευση στο νοσοκομείο. Η νόσος μπορεί να είναι θανατηφόρος σε διάστημα 24-48 ωρών, επομένως είναι σημαντικό να τεθεί η διάγνωση το συντομότερο δυνατό. Τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου από μηνιγγιτιδόκοκκο είναι ο πυρετός, η κεφαλαλγία, ο μηνιγγισμός και το εξάνθημα αλλά τα αρχικά συμπτώματα είναι συχνά μη ειδικά και παρόμοια με αυτά των ιογενών λοιμώξεων, τα οποία είναι πιο κοινά και ήπια. Η διάγνωση της νόσου από μηνιγγιτιδόκοκκο επιβεβαιώνεται από την καλλιέργεια του βακτηρίου από σωματικά υγρά, όπως είναι το αίμα ή το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, τα οποία είναι φυσιολογικά στείρα ή από ενίσχυση του DNA του μηνιγγιτιδόκοκκου σε εξέταση αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης. Τα συμπτώματα της νόσου από μηνιγγιτιδόκοκκο μπορεί να ποικίλουν ανάλογα και με την ηλικία του ασθενούς.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΝΟΣΟΥ
Στις 4 πρώτες ώρες:
• πυρετός
• λήθαργος
• πόνος στα μάτια
• άρνηση Λήψης Τροφής
• μη φυσιολογικό χρώμα του δέρματος
21-15 ώρες μετά τα πρώτα συμπτώματα:
• εξάνθημα(που παραμένει, όταν το πιέζουμε με τα χέρια μας)
• φωτοφοβία
• αυχενική δυσκαμψία
15-24 ώρες μετά τα πρώτα συμπτώματα:
• μη αίσθηση του χώρου
• σηπτικό σοκ (πέφτει η πίεση)
Θεραπεία
Η θεραπεία της νόσου από μηνιγγιτιδόκοκκο γίνεται μέχρι στιγμής με αντιβιοτικά, με φάρμακα για ανάταξη, με αιματοδυναμικά για ενίσχυση (καθώς η πίεση πέφτει πολύ) και με σκευάσματα για την αντιμετώπιση της σήψης.
Παρόλο που η θεραπεία με αντιβιοτικά έχει διαπιστωθεί ότι είναι επιτυχής και η ανθεκτικότητα είναι χαμηλή, υπάρχουν περιορισμοί ως προς την προφυλακτική χρήση τους γεγονός που επισημαίνει την ανάγκη για πρωτογενή πρόληψη μέσω του εμβολιασμού.
Μέχρι σήμερα τα εμβόλια που κυκλοφορούσαν για την πρόληψη κατά της νόσου ήταν τα από πολυσακχαρίτη μηνιγγιτιδόκοκκου εμβόλια και τα συζευγμένα εμβόλια.
Τα εμβόλια από πολυσακχαρίτη είναι καλά ανεκτά και ανοσογόνα σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας και ενήλικες.
Τα εμβόλια κατά των οροομάδων Α και C έχουν δείξει υπολογίσιμη κλινική αποτελεσματικότητα 85-100% σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες και είναι χρήσιμα για τον έλεγχο των επιδημιών. Έχει, όμως, διαπιστωθεί ότι προκαλούν μειωμένη απάντηση με επαναλαμβανόμενες δόσεις σε ορισμένα άτομα και δεν προλαμβάνουν αξιόπιστα τη μικροβιοφορία στο ρινοφάρυγγα. Επομένως, δεν θεωρείται ότι παρέχουν ουσιαστική συλλογική ανοσία.
Τα συζευγμένα εμβόλια, από την άλλη, συνιστούν, ένα σημαντικό βήμα μπροστά, στην ανάπτυξη αποτελεσματικών εμβολίων κατά των βακτηριακών παθογόνων. Η εισαγωγή των συζευγμένων εμβολίων έχει οδηγήσει σχεδόν σε εξάλειψη της διεισδυτικής νόσου από H. influenzae τύπου b και έχει μειώσει σημαντικά την επίπτωση της νόσου από S. pneumoniae.
Πηγή: iatrikostypos.gr
Βρέφη και παιδιά (έως 4 ετών), έφηβοι και νεαροί ενήλικες (15-24), είναι τα κυριότερα θύματα της καταστρεπτικής μηνιγγίτιδας. Τρία είδη βακτηρίων ευθύνονται για την πλειοψηφία των παιδιατρικών περιστατικών μηνιγγίτιδας παγκοσμίως: τα Haemophilus influenzae, Streptococcus pneumoniae και Neisseria meningitidis. Το Neisseria meningitidis είναι η συνηθέστερη αιτία βακτηριακής μηνιγγίτιδας και είναι το μόνο παθογόνο του μηνιγγιτιδόκοκκου που είναι γνωστό ότι προκαλεί επιδημία. Αποικεί στο ρινοφάρυγγα και μπορεί να μεταδοθεί από άτομο σε άτομο με άμεση επαφή με τις αναπνευστικές εκκρίσεις ή το σίελο ή με αερογενή σταγονίδια.
Όπως τόνισε ο Δρ. Καφετζής, το μικρόβιο του μηνιγγιτιδόκοκκου βρίσκεται μόνο πάνω στους ανθρώπους ενώ δεν προσβάλλονται αντικείμενα ή ζώα από τον εν λόγω ιό. Αξίζει να σημειωθεί ότι προκειμένου κάποιος να κολλήσει τον ιό από κάποιο άλλο άτομο που ήδη νοσεί, θα πρέπει να είναι σε επαφή μαζί του για πάνω από 5-8 ώρες.
Τα ποσοστά των φορέων είναι, επίσης, υψηλά σε κλειστές ή συνωστισμένες κοινωνίες, όπως είναι τα οικοτροφεία, τα στρατόπεδα και μεγάλες αθρόες συγκεντρώσεις, όπως για παράδειγμα αυτή του Hajj (ιερό προσκύνημα στη Μέκκα).
Η ενδημική και επιδημική νόσος προκαλείται κυρίως από πέντε οροομάδες – A, B, C, W-135 και Y, με την οροομάδα C να είναι η πιο επικίνδυνη, καθώς προκαλεί τους περισσότερους θανάτους. Οι ειδικές οροομάδες που προκαλούν διεισδυτική νόσο ποικίλουν σημαντικά, τόσο σε παγκόσμια κλίμακα όσο και κατά περιοχές , κύριως λόγω των κλιματολογικών συνθηκών. Έτσι, στην Αφρική πιο διαδεδομένη οροομάδα είναι η Α, στις Η.Π.Α η Υ και στη Λατινική Αμερική η B και C. Στην Ευρώπη, γενικά, αλλά και στη χώρα μας η πιο διαδεδομένη οροομάδα είναι η Β.
Κλινική εμφάνιση και διάγνωση
Η έναρξη της νόσου από μηνιγγιτιδόκοκκο μπορεί να είναι αιφνίδια και απρόβλεπτη, με το 60% των ασθενών να εμφανίζει συμπτώματα μετά από 24 ώρες από την έλευση στο νοσοκομείο. Η νόσος μπορεί να είναι θανατηφόρος σε διάστημα 24-48 ωρών, επομένως είναι σημαντικό να τεθεί η διάγνωση το συντομότερο δυνατό. Τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου από μηνιγγιτιδόκοκκο είναι ο πυρετός, η κεφαλαλγία, ο μηνιγγισμός και το εξάνθημα αλλά τα αρχικά συμπτώματα είναι συχνά μη ειδικά και παρόμοια με αυτά των ιογενών λοιμώξεων, τα οποία είναι πιο κοινά και ήπια. Η διάγνωση της νόσου από μηνιγγιτιδόκοκκο επιβεβαιώνεται από την καλλιέργεια του βακτηρίου από σωματικά υγρά, όπως είναι το αίμα ή το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, τα οποία είναι φυσιολογικά στείρα ή από ενίσχυση του DNA του μηνιγγιτιδόκοκκου σε εξέταση αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης. Τα συμπτώματα της νόσου από μηνιγγιτιδόκοκκο μπορεί να ποικίλουν ανάλογα και με την ηλικία του ασθενούς.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΝΟΣΟΥ
Στις 4 πρώτες ώρες:
• πυρετός
• λήθαργος
• πόνος στα μάτια
• άρνηση Λήψης Τροφής
• μη φυσιολογικό χρώμα του δέρματος
21-15 ώρες μετά τα πρώτα συμπτώματα:
• εξάνθημα(που παραμένει, όταν το πιέζουμε με τα χέρια μας)
• φωτοφοβία
• αυχενική δυσκαμψία
15-24 ώρες μετά τα πρώτα συμπτώματα:
• μη αίσθηση του χώρου
• σηπτικό σοκ (πέφτει η πίεση)
Θεραπεία
Η θεραπεία της νόσου από μηνιγγιτιδόκοκκο γίνεται μέχρι στιγμής με αντιβιοτικά, με φάρμακα για ανάταξη, με αιματοδυναμικά για ενίσχυση (καθώς η πίεση πέφτει πολύ) και με σκευάσματα για την αντιμετώπιση της σήψης.
Παρόλο που η θεραπεία με αντιβιοτικά έχει διαπιστωθεί ότι είναι επιτυχής και η ανθεκτικότητα είναι χαμηλή, υπάρχουν περιορισμοί ως προς την προφυλακτική χρήση τους γεγονός που επισημαίνει την ανάγκη για πρωτογενή πρόληψη μέσω του εμβολιασμού.
Μέχρι σήμερα τα εμβόλια που κυκλοφορούσαν για την πρόληψη κατά της νόσου ήταν τα από πολυσακχαρίτη μηνιγγιτιδόκοκκου εμβόλια και τα συζευγμένα εμβόλια.
Τα εμβόλια από πολυσακχαρίτη είναι καλά ανεκτά και ανοσογόνα σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας και ενήλικες.
Τα εμβόλια κατά των οροομάδων Α και C έχουν δείξει υπολογίσιμη κλινική αποτελεσματικότητα 85-100% σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες και είναι χρήσιμα για τον έλεγχο των επιδημιών. Έχει, όμως, διαπιστωθεί ότι προκαλούν μειωμένη απάντηση με επαναλαμβανόμενες δόσεις σε ορισμένα άτομα και δεν προλαμβάνουν αξιόπιστα τη μικροβιοφορία στο ρινοφάρυγγα. Επομένως, δεν θεωρείται ότι παρέχουν ουσιαστική συλλογική ανοσία.
Τα συζευγμένα εμβόλια, από την άλλη, συνιστούν, ένα σημαντικό βήμα μπροστά, στην ανάπτυξη αποτελεσματικών εμβολίων κατά των βακτηριακών παθογόνων. Η εισαγωγή των συζευγμένων εμβολίων έχει οδηγήσει σχεδόν σε εξάλειψη της διεισδυτικής νόσου από H. influenzae τύπου b και έχει μειώσει σημαντικά την επίπτωση της νόσου από S. pneumoniae.
Πηγή: iatrikostypos.gr
Στην υγειά
σας!!!